σού — σου , σύ thou gen 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… … Dictionary of Greek
σού — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… … Dictionary of Greek
Σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. — σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. См. Сорока … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σού σού — Α κραυγή που έχει ως σκοπό να τρομάξει και να απομακρύνει πτηνά («σοῡ σοῡ, πάλιν, σοῡ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek
σου — σύ thou gen 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σου Χαν-τσεν — Κινέζος ζωγράφος του 12ου αι., μαθητής του Λιου Τσουνγκ κου. Ήταν προστατευόμενος του αυτοκράτορα Χούι τσουνγκ (1101 1125), που του έδωσε υψηλά αξιώματα. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανθρώπινη μορφή. Είναι ακόμα γνωστός για μερικές… … Dictionary of Greek
καλειά σου — φρ. «άμε καλειά σου» α) κάνε τη δουλειά σου β) άντε στο καλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κάμε τη δουλειά σου, με συγκοπή λόγω τής χρήσεώς της και με τη σημ. «πήγαινε στο καλό» συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. καλό] … Dictionary of Greek
Τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. — τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. См. Дружиться дружись, а нож за пазухой держи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τό πρᾶγμά σου ασφάλιζε καὶ τὸν γείτονά σου κλέπτην μὴν τὰν κάμης. — См. Плохо не клади, в грех не вводи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)